νενομισμένας

νενομισμένας
νενομισμένᾱς , νομίζω
use customarily
perf part mp fem acc pl
νενομισμένᾱς , νομίζω
use customarily
perf part mp fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιφθέγγομαι — ἐπιφθέγγομαι (Α) 1. μιλώ μετά από κάποιον ή σε συμφωνία με κάποιον («ἐγώ δ’ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα», Αισχύλ.) 2. εκφέρω κάτι συγχρόνως ή σε σχέση με κάτι («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», Πλούτ.) 3. λέω, αποφαίνομαι επί πλέον («μίαν ἐπ’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”